- μαγεριά
- η (Μ μαγερία και μαγερεία)βλ. μαγειρειά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαγειρειά — και μαγερειά και μαγειριά και μαγεριά, η (AM μαγειρεία, Μ και μαγερία και μαγερεία) [μαγειρεύω] μαγείρευμα, μαγειρεμένο φαγητό νεοελλ. η ποσότητα τών τροφίμων που αρκεί για την παρασκευή ενός γεύματος («έχω ακόμη μια μαγερειά φασόλια») νεοελλ.… … Dictionary of Greek
κουμπαριά — η [κουμπάρος] 1. η συγγενική σχέση τού κουμπάρου, δηλ. τού αναδόχου ή τού παρανύμφου. και τής οικογένειας βαφτισμένου ή παντρεμένου από αυτόν 2. παροιμ. «χύθηκε η μαγεριά μας, χάθηκε η κουμπαριά μας» για δεσμούς που εξαρτώνται από το συμφέρον … Dictionary of Greek